- χτίζομαι
- bâtir
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
χτίζομαι — χτίζομαι, χτίστηκα, χτισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανίστημι — ἀνίστημι (AM) 1. σηκώνω, εγείρω 2. μεσ. ανασταίνομαι αρχ. Ι. ενεργ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ 2. σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω 3. βγάζω κάποιον από την αθλιότητα, δυστυχία ή δουλεία 4. (για πράγματα) ιδρύω, ανεγείρω, στήνω, κατασκευάζω 5.… … Dictionary of Greek
εκχώννυμι — ἐκχώννυμι (Α) 1. υψώνω ανάχωμα 2. παθ. υψώνομαι, χτίζομαι πάνω σε ανάχωμα ή σε ύψωμα 3. (για θαλάσσιο κόλπο) γεμίζω ιλύ (λάσπη) από τον ποταμό 4. παθ. μεταφέρομαι για απόρριψη … Dictionary of Greek
πλινθούμαι — όομαι, Α [πλίνθος] χτίζομαι όπως με πλίνθους («Χρυσῷ... ἐπλινθώσασθε μέλαθρον», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
τρουλλώ — όω, Μ [τροῡλλος] (κυρίως το παθ.) τρουλλοῡμαι, όομαι για οικοδόμημα και ιδίως για ναό χτίζομαι με θολωτή στέγη, με τρούλλο … Dictionary of Greek
χώνω — χῶ, όω, ΝΑ, και διαλ. τ. χούνω Ν καλύπτω με χώμα, παραχώνω, θάβω (α. «τόν έχωσαν κάπου πρόχειρα για να μην τόν βρουν οι εχθροί» β. «ἀπόδος δάμαρτος νέκυν, ὅπως χώσω τάφω», Ευρ.) νεοελλ. 1. μπήγω κάτι στο έδαφος 2. κρύβω κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή… … Dictionary of Greek